Η περιοχή της Περιφερειακής Έρευνας
Ο σύγχρονος οικισμός του Πόρτο Ράφτη βρίσκεται επί ενός όρμου, η τοπογραφία του οποίου διαμορφώνει φυσικό λιμάνι. Ο όρμος επεκτείνεται σε πλάτος 2.1 χιλιομέτρων επί της ακτής, και σε μήκος 3.1 χιλιομέτρων ανατολικά προς δυτικά. Περιέχει τρία νησιά, την Ραφτοπούλα, τον Ράφτη, και το Πρασονήσι, και δύο χερσονήσους, την Πούντα και την Κορώνη, η τελευταία εκ των οποίων αντικρίζει ακόμα ένα νησάκι το οποίο επίσης λέγεται Κορώνη.
Η σύγχρονη ονομασία του οικισμού είναι Λιμήν Μαρκόπουλου (το λιμάνι δηλαδή του Μαρκόπουλου, μια μικρή πόλη που βρίσκεται στην δυτική από το λιμάνι ενδοχώρα), αλλά όλοι ξέρουν την κωμόπολη αυτή ως Πόρτο Ράφτη. Το όνομά της προέρχεται από ένα αρκετά διαβρωμένο άγαλμα από Πεντελικό μάρμαρο της Ρωμαϊκής εποχής, το οποίο είχε τοποθετηθεί στην κορυφή της νησίδας του Ράφτη κάποια στιγμή στο πρόσφατο παρελθόν. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι το άγαλμα αναπαριστά έναν ράφτη και ότι μάλιστα κάποτε κρατούσε χρυσό ψαλίδι. Οι μελετητές όμως αναφέρουν ότι το άγαλμα, το οποίο βρίσκεται ακόμα στην κορυφή της νησίδας, μάλλον αναπαριστά κάποια γυναικεία θεότητα καθισμένη σε θρόνο.
Ο όρμος περικλείεται, από την μεριά της ενδοχώρας, από μια σειρά μικρών βουνών, τον λόφο Περατή στον βορρά, το Ξεροβούνι και Χαρβάτι στα νοτιοδυτικά, και το Μαυρονόρι και Τσουργκέλι στον νότο. Η τοπογραφία του βόρειου τμήματος του όρμου διαμορφώνεται σε φυσικό λιμάνι το οποίο είναι και το κεντρικό λιμάνι της περιοχής. Όλη η ακτογραμμή στο νότιο τμήμα του όρμου αποτελείται από αμμώδεις παραλίες, μέχρι και την αρχή ενός ρηχού, αμμώδους ισθμού που ενώνει την χερσόνησο της Κορώνης με την ενδοχώρα.
Μια σειρά από αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής του όρμου, καθώς και της ευρύτερης περιοχής του, έχουν έρθει στο φως από έρευνες των τελευταίων 150 χρόνων. Το 1950, ο Έλληνας αρχαιολόγος Δημήτριος Θεοχάρης επεσήμανε πως η χερσόνησος της Πούντας κατά πάσα πιθανότητα περιείχε τον αρχαιότερο οικισμό στην περιοχή. Η θεωρία του αυτή προήλθε από τις παρατηρήσεις του επί των κεραμικών ευρημάτων και επί των ευρημάτων οψιδιανού που βρέθηκαν στην επιφάνεια της γης. Ο καθηγητής Θεοχάρης ανέφερε επίσης ότι μια σειρά από όστρακα χρονολογημένα κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, τα οποία βρέθηκαν στην νησίδα Ραφτοπούλα, περιείχαν κομμάτια από μαρμάρινα Κυκλαδικά δοχεία. Για αυτό τον λόγο συμπέραινε ότι τα δοχεία αυτά μάλλον προέρχονταν από κάποιο νεκροταφείο που βρισκόταν πάνω στην νησίδα. Ακαδημαϊκοί από άλλα, ξένα πανεπιστήμια επίσης έχουν επισημάνει την παρουσία κεραμικών ευρημάτων από την Ύστερη Νεολιθική εποχή (FN, Final Neolithic) και την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στην χερσόνησο και στην νησίδα.
Η πιο σημαντική ομάδα ευρημάτων από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (Late Bronze Age, LBA) της περιοχής αυτής προέρχεται από το νεκροταφείο στο Περατή, το οποίο χρονολογείται κατά την Ύστερη Ελλαδική εποχή ΙΙΙC, δηλαδή κατά τα τέλη της Μυκηναϊκής περιόδου. Κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του 19ου αιώνα μ.Χ. μέχρι και το 1960, βρέθηκαν πάνω από διακόσιοι νεκρικοί θάλαμοι στην νότια πλαγιά του Περατή που δεσπόζει στο βόρειο τμήμα του όρμου του Πόρτο Ράφτη. Υπάρχουν επίσης και ενδείξεις ταφικών εθίμων από την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή και σε άλλα σημεία στην ευρύτερη περιοχή του όρμου, συμπεριλαμβανομένου του Λιγορίου και της Δρίβλιας. Παρά τις ταφικές ενδείξεις αυτές όμως, ο οικισμός και τα κτίρια από την εποχή αυτή δεν έχουν έρθει στο φως μέχρι στιγμής.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν βρεθεί αντικείμενα από το Πόρτο Ράφτη μεταξύ του τέλους της Ύστερης Ελλαδικής εποχής ΙΙΙC και της Αρχαϊκής Εποχής, ιστορικές πηγές κάνουν λόγο για παρουσία δύο δήμων στις ακτές του όρμου, έναν στον βορρά (Στείρια) και έναν στον νότο (Πρασιαί). Αρχαιολογικά ευρήματα και από τις δύο αυτές περιοχές έχουν έρθει στο φως κατά διαστήματα. Όσον αφορά την Ελληνιστική εποχή, ο Lolling πρώτος είχε επισημάνει κάποια ερείπια στην περιοχή της Κορώνης κατά το τέλος του 19ου αιώνα, ενώ στην συνέχεια το 1959 οι McCredie, Steinberg, και Jones τα χαρτογράφησαν. Στη συνέχεια, οι McCredie και Steinberg επέστρεψαν στην περιοχή για εργασίες ανασκαφής υπό την διεύθυνση του Vanderpool το 1960. Επί του παρόντος, οι μελετητές διαφωνούν για την ιστορία του εντοιχισμού και της τοπογραφίας της Κορώνης. Οι ανασκαφείς συμπέραιναν ότι η περιοχή ιδρύθηκε με τον σκοπό να λειτουργήσει ως βάση κατά την περίοδο από το 266-262 π.Χ. και ότι δεν είχε καμία σχέση με τον δήμο Πρασιαί. Το συμπέρασμα αυτό όμως δεν έχει γίνει αποδεκτό από όλη την Πανεπιστημιακή κοινότητα που εξειδικεύεται στην Ελληνιστική εποχή. Κάποιοι απορρίπτουν τον περιορισμένο αυτό ιστορικό χαρακτήρα της περιοχής για ευνόητους λόγους. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η ποσότητα και η φύση των υλικών ευρημάτων και των ευρημάτων της αρχιτεκτονικής της εποχής δεν συνάδουν με την ιδέα μιας βραχύχρονης παρουσίας στην περιοχή αποτελούμενης μόνο από την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων. Προτείνουν αντ᾽ αυτού ότι ο δήμος Πρασιαί επεκτείνονταν και στην περιοχή της Κορώνης από το κύριο σημείο του στην ενδοχώρα μέχρι και τον ισθμό. Παρά την εύλογη αυτή υπόθεση, ευρήματα από προηγούμενες περιόδους δεν είχαν επισημανθεί στην περιοχή της χερσονήσου πριν από τις εργασίες της ομάδας B.E.A.R.S.
Όσον αφορά τον χαρακτήρα του διασκορπισμού των ευρημάτων στην επιφάνεια της γης, κεραμικά αντικείμενα χρονολογημένα κατά την Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή έχουν βρεθεί σε πολλές νησίδες του όρμου, συμπεριλαμβανομένης και του Ράφτη, της Ραφτοπούλας, καθώς και στο Πρασονήσι. Μάλιστα, η παρουσία του αγάλματος από Πεντελικό μάρμαρο χρονολογημένο κατά την Ρωμαϊκή περίοδο (ο λεγόμενος «Ράφτης» από τον οποίο παίρνει το όνομά του ο όρμος) το οποίο βρίσκεται στην κορυφή της νησίδας του Ράφτη είναι απόδειξη της παρουσίας ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή κατά την Ύστερη αρχαιότητα, παρόλο που η ταυτότητα, το είδος, και η ιστορία ίδρυσης αυτής της παρουσίας είναι αβέβαιου χαρακτήρα. Επίσης, ο ρόλος του όρμου αυτού ως σημαντικό λιμάνι της ευρύτερης περιοχής κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα είχε επισημανθεί ήδη από τις περιγραφές ταξιδιωτών.